Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Παναγιώτης Παπαναούμ και Γεώργιος Κρέμος.

Το 1870 Ο Γεώργιος Κρέμος εκδίδει και τυπώνει στη Λειψία για την ενίσχυση των σεισμοπαθών της Λευκάδας το βιβλίο του: Αλεξάνδρου Κάλφογλου Ηθική στιχουργία προς τον εν Βουκουρεστίω ανεψιόν αυτού. Ο πρόλογος τού εκδότη μας πληροφορεί, ότι ο Ναούμ, κάτοχος του χειρογράφου του Κάλφογλου, στάθηκε και ο χρηματοδότης της έκδοσης. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί, ότι στο πρόλογο του Κρέμου ο αναγνώστης θα βρει δημοσιευμένη μια επιστολή του Ναούμ. Ο Ναούμ ποικίλλει το πεζό κείμενο με δύο στίχους του:.

« Ο καθείς μας έχει χρέος τους παθόντας να
Συντρέχει
Αν ποθή τας ευλογίας του Υψίστου μας να
έχη».

Την τακτική αυτή της ανάμειξης πεζού κειμένου με στίχους τη συναντούμε συχνά στο Γεροστάθη του Λέοντος Μελά.

Στο παραπάνω βιβλίο του Κρέμου περιέχεται αυτούσιο, αλλά σε συντομευ-μένη μορφή το παρακάτω επεισόδιο Ρήγα-Κάλφογλου το οποίο τού αφηγήθηκε ο Ναούμ.

Παρά του Δημητρίου Μπασιώτα εκ Σιατίστης της Μακεδονίας, τον περιλά-λητον ιατρόν, και βραδύτερον παρά του αδελφού μου Κωνσταντίνου εν Λειψία ήκουσα το ακόλουθον διήγημα:

Κατά το έτος 1787, αν δεν απατώμαι, διέτριβον κατά συγκυρίαν εν τη πρωτεούση της Βλαχίας ό τε Ρήγας Φερραίος και ο εκ Κωνσταντι-νοπόλεως ποιητής Κάλφογλου. Προσκληθείς δε ο δεύτερος εν ώρα χειμώνος υπό του ηγουμένου ου μακράν του Βουκουρεστίου κειμένης μονής, να διέλθη εν αυτή τας ημέρας των Χριστουγέννων και αποχαιρετήσας τον φίλον του απήλθεν.

Ο Χειμώνας κατ΄εκείνο το έτος είχεν ενσκήψει βαρύς και διαρκής, η δε πληθύς της χιόνος είχε διακόψει την συγκοινωνίαν της πόλεως μετά των πέριξ μερών. Ο Ρήγας γιγνώσκων καλώς τά της εν λόγω μονής και ότι τά προς το ζην αυτής επιτήδεια δεν εδύναντο επί χρόνου μακρού να επαρκέσωσι προς συντήρησιν των μοναχών, μεριμνών δέ ιδίως και συμπαθώς υπέρ του φίλου του Κάλφογλου, ηγόρασε ποσότητα τροφίμων και εμβαλών αυτήν εντός σιδηροστεφάνου βαρελίου προσεκάλεσεν επ΄αδρώ μισθώ τρεις αχθοφόρους Βλάχους να το μετακομίσωσιν εις την μνημονευθέισαν μονήν. Οι αχθοφόροι τω ηρνήθησαν την υπηρεσίαν προβάλλοντες το άβατον της οδού εκ της πολλής χιόνος. Τότε ο Ρήγας τεθείς επί κεφαλής του εγχειρήματος, αφού πρώτον κατέδειξεν εις τους μισθωτούς τον τρόπον της μετακομίσεως των τροφίμων εις την μονήν, ήρξαντο ούτοι να κυλίωσι το βαρέλι του οποίου το βάρος παγίαν και στερεάν διεχάραττεν οδόν και ούτω μετά πολύωρον οδοιπορίαν αφίχθησαν άπαντες εις το τέρμα του σκοπού των.
Ο Κάλφογλου ώρας πολλάς παρέμεινεν εν τη θυρίδι του δωματίου του δια να περιεργάζεται την σοβαράν εκείνην και καταπληκτικήν εικόνα του χειμώνος. Αίφνης ανακαλύπτει μακράν του ορίζοντος αλλόκοτόν τι θέαμα και λαβών εις χείρας το τηλεσκόπιον είδεν ότι ήσαν τέσσαρες άνδρες κυλίοντες βαρέλι (sic) πρός τήν μονήν. Προσεκάλεσεν δε ακολούθως εις το δωμάτιόν του τον φίλον του ηγούμενον, ίνα ίδη το φαινόμενον. Εν τούτοις προσεγένετο αδιαλείπτως τη μονή το κινητόν εκείνο όραμα και μετ΄ου πολύ διέκρινεν ο ποιητής τον φίλον του Ρήγαν. Νοήσας δε παραχρήμα το τολμηρόν και επικίνδυνον εγχείρημα του φίλου του, συνάμα δε και τον σκοπόν αυτού, έσπευσεν εις απάντησιν των ερχομένων με πλήρεις θαλερών δακρύων οφθαλμούς και με το ακόλουθον προσφώνημα:

Ο Θεός οπόταν θέλη
Για τά άπειρά του τέλη
Έξαφνα τον Ρήγα στέλλει
Μ΄ένα τεχνητόν βαρέλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου